τειχίσῃ

τειχίσῃ
τειχίσηι , τείχισις
the work of walling
fem dat sg (epic)
τειχίζω
build a wall
aor subj mid 2nd sg
τειχίζω
build a wall
aor subj act 3rd sg
τειχίζω
build a wall
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τείχιση — η χτίσιμο τείχους, οχύρωση με τείχος: Είχε τελειώσει η τείχιση της Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τείχιση — η / τείχισις, ίσεως, ΝΜΑ [τειχίζω] ανέγερση τείχους, οχύρωση …   Dictionary of Greek

  • τειχισμός — ὁ, Α [τειχίζω] ανέγερση τείχους, τείχιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”